οξυπύθμενος

οξυπύθμενος
-η, -ο (Α ὀξυπύθμενος, -ον)
αυτός που έχει οξύ, μυτερό πυθμένα
νεοελλ.
φρ. «οξυπύθμενος αμφορέας»
αρχαιολ. αμφορέας τού οποίου ο πυθμένας είναι οξύς, μυτερός, και στηρίζεται σε τεχνητή βάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ-* + πυθμήν, -ένος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὀξυπυθμενώτεροι — ὀξυπύθμενος with pointed bottom masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφορέας — Αγγείο με δύο λαβές (ή ώτα, γι’ αυτό ονομαζόταν και δίωτος ή δίωτος στάμνος) και σχήμα ωοειδές, λιγότερο ή περισσότερο μακρύ, από πηλό αλλά και από χαλκό, ασήμι, μάρμαρο, αλάβαστρο ή και γυαλί. Υπάρχουν α. που είναι πραγματικά έργα τέχνης. Άλλη… …   Dictionary of Greek

  • οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… …   Dictionary of Greek

  • οξυπύνδαξ — ὀξυπύνδαξ, ακος, ὁ, ἡ (Α) (για ποτήρι) οξυπύθμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πύνδαξ «πυθμένας ποτηριού»] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Τήνου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Τήνου ιδρύθηκε το 1960, με τη φροντίδα της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Βρίσκεται στη Χώρα, στο δρόμο που οδηγεί στο ναό της Παναγίας. Αξίζει τον κόπο να το συμπεριλάβετε στην περιήγησή σας στην πόλη, αφού εδώ θα δείτε… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Χαλκίδας — Στο αρχαιολογικό μουσείο της πρωτεύουσας της Εύβοιας εκτίθενται ευρήματα που χρονολογούνται από την παλαιολιθική μέχρι και την ύστερη ρωμαϊκή εποχή και προέρχονται από τις ανασκαφές στην ίδια την πόλη, στη γύρω περιοχή και σε άλλες τοποθεσίες του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”